- διαλάμπῃ
- διαλάμπωshine throughpres subj mp 2nd sgδιαλάμπωshine throughpres ind mp 2nd sgδιαλάμπωshine throughpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διαλαμπή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 2 μ., 628 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται κοντά στη βορειοανατολική όχθη της λίμνης Βιστονίδας, 26 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιάσμου … Dictionary of Greek
διαλαμπῆ — διαλαμπής white hot neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διαλαμπής white hot masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διαλαμπής white hot masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυγασμός — ο (ΑΝ) 1. η πράξη τού διαυγάζω, διαλαμπή 2. αυγή … Dictionary of Greek